- μήτοι
- μήτοι και μή τοι (Α)1. ισχυρότερος τύπος τού μη2. φρ. μήτοι γετουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήτοι — at least not indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτίμητοι — πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc nom/voc pl πολυτί̱μητοι , πολυτίμητος highly honoured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτίμητοι — θεοτί̱μητοι , θεοτίμητος honoured by the gods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίμητοι — ἀμί̱μητοι , ἀμίμητος inimitable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιθύμητοι — ἀνεπιθύ̱μητοι , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)